- υπόσαλος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται κάτω από θάλασσα, ιδίως ταραγμένη2. (κατ' επέκτ.) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», Πλούτ.)3. φρ. «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που είναι έτοιμα να πέσουν (Διόσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σάλος «κίνηση, ταραχή, τρικυμία»].
Dictionary of Greek. 2013.